Consulenza e psicoterapia per adulti, bambini e adolescenti e consulenza per famiglie e organizzazioni.
Consulenza e psicoterapia per adulti, bambini e adolescenti e consulenza per famiglie e organizzazioni.

Pensieri

Autore: Απόστολος Φούρναρης 30 settembre 2021
Ο Φρόυντ κάποτε είπε πως ο πολιτισμός ξεκίνησε την πρώτη φορά που ο άνθρωπος απάντησε με μία προσβολή και όχι πετώντας μία πέτρα. Άραγε, πόσο πολιτισμένος είναι ο σύγχρονος άνθρωπος; Για να απαντήσουμε με όσον το δυνατόν περισσότερη ακρίβεια είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε πως διαχωρίζονται αυτές οι δύο πράξεις και τι συμβολίζουν έτσι ώστε να ορίσουμε την έννοια του πολιτισμού, αλλά και άρα να καταλάβουμε τι ακριβώς είναι αυτό που διαχωρίζει τον πολιτισμένο από τον απολίτιστο άνθρωπο. Είναι βέβαιο ότι πρόκειται για ένα βαθιά υπαρξιακό ερώτημα το οποίο μπορούμε να προσεγγίσουμε από πολλές πλευρές. Θα προσπαθήσω να εξετάσω το ζήτημα από την ψυχολογική του πλευρά και όσο απλούστερα γίνεται μέσα από το πρίσμα της ψυχανάλυσης. Τα ένστικτα ως έννοια αποτελούν βασικό και θεμέλιο λίθο τόσο στην ψυχαναλυτική θεωρία όσο και στην πρακτική εφαρμογή της και χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες: Τα Ένστικτα της Ζωής και τα Ένστικτα του Θανάτου. Το κατά πόσο αυτή η κατηγοριοποίηση είναι ακριβής είναι ένα ακόμα σημαντικό ερώτημα που χρήζει περισσότερης μελέτης και ανάλυσης, αλλά δεν είναι του παρόντος. Στο πλαίσιο όμως της εξερεύνησή της έννοιας του πολιτισμού είναι απαραίτητο να αναφέρουμε πώς αυτά εκφράζονται και τι ρόλο παίζουν στην συμπεριφορά μας. Η ψυχανάλυση και ο Φρόυντ σίγουρα δεν ήταν η πρώτη απόπειρα του ανθρώπου να κατανοήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά και ειδικότερα η πρώτη φορά που η ψυχή μας παρουσιάστηκε ως ένα σύνολο τριών μερών, αναπόσπαστα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Ο Πλάτωνας είχε ονομάσει αυτά τα μέρη Λογιστικόν, Επιθυμιτικόν και Θυμοειδές και ελάχιστα διαφέρουν ως έννοιες από αυτό που στην σύγχρονη εποχή αντίστοιχα ονομάζουμε Εγώ, Αυτό και Υπερεγώ. Ίσως, εύλογα, να πρέπει να αναρωτηθούμε όμως ποια η σχέση όλων αυτών με τα ένστικτα και τον πολιτισμό, αλλά η απάντηση είναι κρυμμένη σε αυτό που αυτές οι έννοιες συμβολίζουν. Πιο συγκεκριμένα, το Εγώ αποτελεί το υπολογιστικό μέρος της ψυχής. Είναι αυτό που είναι υπευθυνο για τον έλεγχο της πραγματικότητας. Το Υπερεγώ αποτελεί την ηθική πυξίδα μας. Είναι η φωνή που θα μας μιλήσει πριν οποιαδήποτε απόφαση και θα μας πει αν είναι σωστό ή όχι να κάνουμε κάτι. Τέλος, το Αυτό είναι η έκφραση των ενστίκτων, των εσωτερικών ορμών του ανθρώπου, που σε γενικές γραμμές είναι είτε καταστροφικά (θυμός, επιθετικότητα), είτε δημιουργικά (αγάπη, αυτοσυντήρηση). Με τα ένστικτα γεννιόμαστε, ενώ το υπερεγώ είναι κάτι που μετέπειτα δημιουργείται μέσω της αλληλεπίδρασής μας με τον εξωτερικό κόσμο. Το εγώ είναι επίσης επίκτητο, σχηματίζεται από την εξισορρόπηση των λοιπών δυο μερών και αποτελεί το κομμάτι της ψυχής που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το ποιοι είμαστε. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως δεν υπάρχει τίποτα το στατικό σε αυτήν την εξίσωση. Αντιθέτως, εγώ, αυτό και υπερεγώ βρίσκονται σε μια συνεχή και δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Σε μια συνεχή μάχη εξουσίας αν θέλετε, μια μάχη της οποίας το αποτέλεσμα δεν είναι ποτέ δεδομένο, αλλά που προκύπτει από το πώς και κυρίως κατά πόσο αυτά τα κομμάτια θα έρθουν σε ισορροπία μεταξύ τους. Το εγώ είναι ο κρίκος που μας συνδέει με την πραγματικότητα και αποσκοπεί στην επίτευξη μακροπρόθεσμων στόχων, σε αντίθεση με το αυτό το οποίο αποσκοπεί στην άμεση επίτευξη και εν τέλει απόλαυση. Το υπερεγώ είναι ο κανόνας, ο ηθικός φραγμός, που θα οριοθετήσει το παιχνίδι μεταξύ των άλλων δυο. «Θέλω να φάω σοκολάτα» θα πει το Αυτό. «Πρέπει να φας πρώτα το φαγητό σου», θα πει το Υπερεγώ. «Μα θέλω σοκολάτα τώρα!». «Αν φας όλο το φαγητό σου πρώτα, θα σου δώσω δυο σοκολάτες μετά. Μπορείς αν θες να φας την σοκολάτα τώρα και το φαγητό σου αργότερα, αλλά μετά δεν θα έχεις δεύτερη σοκολάτα». Μπορεί αρκετοί από εμάς να ταυτιστούμε με το ρομαντικό παράδειγμα της σοκολάτας, αλλά τι συμβαίνει άραγε όταν το ένστικτο είναι καταστροφικής και όχι δημιουργικής φύσης; Τι συμβαίνει στην περίπτωση του έντονου θυμού; Τι συμβαίνει στην περίπτωση που μας κυριεύει οργή γιατί πιστεύουμε πως κάποιος μας αδίκησε ή γιατί μας τραυμάτισε σωματικά ή ψυχικά σε τέτοιο βαθμό που η μόνη δίκαιη αντίδραση φαίνεται να είναι η βία; Τι συμβαίνει στην περίπτωση που ποθούμε κάτι που δεν μπορούμε να έχουμε; Τα λεγόμενα καταστροφικά ένστικτα έχουν έναν και μόνο σκοπό: να καταστρέψουν, να εκμηδενίσουν, να πάψουν την ύπαρξη. Δεν ενδιαφέρονται για κάτι άλλο. Στο πλαίσιο αυτού που σήμερα εξετάζουμε, του πολιτισμού, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Και γι αυτόν τον λόγο έχουμε τους νόμους και τους κανόνες κάθε πολιτείας, οι οποίοι φροντίζουν ως προς τον έλεγχο τέτοιων πιθανοτήτων με ποινές ανάλογες (θεωρητικά έστω) του αποτελέσματος της αδυναμίας μας να ελέγξουμε αυτά τα ένστικτά μας. Διαφορετική ποινή επιφέρει η εξύβριση, διαφορετική η χειροδικία, διαφορετική η κλοπή, διαφορετική ο βιασμός, διαφορετική ο φόνος. Μπορεί σε αυτό το σημείο δίκαια να αναρωτιέται κάποιος μήπως και προσομοιώνουμε την εξύβριση με τον φόνο. Φυσικά και δεν το κάνουμε. Αντιθέτως, το πόσο διαφορετικά είναι αυτά τα παραδείγματα φανερώνει εν τέλει το ότι απλά υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα εξισορρόπησης, ελέγχου και έκφρασης των ορμών και των ενστίκτων. Το γεγονός ότι έχουμε νομοθετήσει για όλα αυτά φαίνεται μάλλον να επιβεβαιώνει το εγγενές του χαρακτήρα τους. Επιστρέφοντας λοιπόν στο δεύτερό μας ερώτημα, τι φαίνεται να είναι ο πολιτισμός για την ψυχανάλυση; Πολιτισμό θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την καταπίεση των ορμών και των ενστίκτων, δημιουργικών ή καταστροφικών. Στο παράδειγμα της αρχής του άρθρου, το ότι θα βρίσουμε είναι πιο πολιτισμένο από το να πετάξουμε μια πέτρα, και το να μιλήσουμε ήρεμα είναι κατά αυτήν την έννοια πιο πολιτισμένο από το να βρίσουμε. Το ότι κάποιος ποθήσει μια γυναίκα δεν σημαίνει πως επειδή ίσως μπορεί είναι ελεύθερος να ικανοποιήσει αυτήν του την ορμή. Το ότι κάποιος έχει οργή επειδή ο γείτονάς του δεν του επιτρέπει να κοιμηθεί τα βράδια δεν σημαίνει πως μπορεί να τον σκοτώσει έτσι ώστε να απαλλαγεί από την φασαρία. Τέτοιες συμπεριφορές δεν έχουν θέση σε μια πολιτισμένη κοινωνία. Τέτοιες συμπεριφορές δεν αρμόζουν σε έναν πολιτισμένο άνθρωπο και πολλοί θα τις χαρακτήριζαν ίσως και βάρβαρες. Τέτοιες συμπεριφορές φανερώνουν έναν άνθρωπο, θα λέγαμε, έρμαιο των ενστίκτων και όχι κύριο της λογικής σκέψης. Ας αναλογιστούμε τώρα και το πρώτο ερώτημα που θέσαμε: Πόσο πολιτισμένος είναι ο σύγχρονος άνθρωπος; Και λέω να αναλογιστούμε γιατί δεν θα επιχειρήσω να απαντήσω εδώ κάτι τόσο σύνθετο, αλλά εν τέλει και τόσο προσωπικό πιστεύοντας πως μπορώ να καλύψω με την απάντηση μου όλους. Πιστεύω πως μια τέτοιου απάντηση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων το πολιτισμικό περιβάλλον και η ηθική του καθενός από εμάς. Επακολούθως, το μόνο που θα μπορούσα να προσφέρω είναι μια πολύ προσωπική απάντηση. Ελπίζω όμως να αφήσω στον αναγνώστη δύο πράγματα: το πρώτο είναι συνειδητοποίηση του πόσο σημαντική είναι η αναζήτηση της εσωτερικής ισορροπίας και εσωτερική ισορροπία δεν σημαίνει η άρνηση της αλήθειας, όσο άβολη και αν είναι, αλλά η επαφή με τον εαυτό μας. Δεν είμαστε μόνο λογική. Δεν είμαστε μόνο ένστικτα. Δεν είμαστε μόνο «πρέπει» και κανόνες. Είμαστε όλα αυτά μαζί και εδώ έγκειται η τεράστια συνεισφορά της ψυχανάλυσης, του Φρόυντ, του Καντ, του Νίτσε, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και πολλών άλλων στοχαστών: μπορεί να μην κατάφεραν, ίσως, να ανακαλύψουν την μία και μοναδική αλήθεια, ή να εξηγήσουν επαρκώς τα ερωτήματα που βασανίζουν αιώνες τώρα την ανθρωπότητα, αλλά μας έδειξαν την σημαντικότητα του διαλόγου, εσωτερικού ή εξωτερικού. Το δεύτερο και κυριότερο που ελπίζω να αφήσω στους αναγνώστες; το ότι να θέτουμε το ερώτημα είναι, αν όχι περισσότερο, τουλάχιστον το ίδιο σημαντικό με το να βρίσκουμε την απάντηση. Ολοκληρώνοντας λοιπόν, εδώ βρίσκεται και η τόσο προσωπική μου απάντηση και αλήθεια: Θα συνεχίσουμε να είμαστε πολιτισμένοι όσο συνεχίζουμε να θέτουμε ερωτήματα τόσο στον εαυτό μας, όσο και στους άλλους. Θα συνεχίσουμε να είμαστε πολιτισμένοι για όσο αναζητούμε απαντήσεις σε αναπάντητα ερωτήματα. Θα συνεχίσουμε να είμαστε πολιτισμένοι για όσο δεν πιστεύουμε, αλλά αναρωτιόμαστε. Πολιτισμός=Διάλογος.
Autore: Apostolos Fournaris 30 settembre 2021
When we think about political correctness, the first thing that comes to mind is speaking or acting physically in a manner that is not in any way disrespectful . In this way we are trying to protect a certain group of people or an individual from a discomforting emotion. In other words we are trying to protect a person or a group of people from being hurt by the meaning our words or actions may imply, regardless of intent or context. How true is this? Are we really protecting them? What about the vocabulary of psychiatric diagnoses? The true issue I believe is in how political correctness is used, i.e as a way to dissociate from emotion, emotional pain and hardship. By using politically correct language, words and hence message conveyed become more neutral, less emotionally charged and ultimately have less impact. Post traumatic stress disorder is a very good example of this. Let`s think of the progression of the now called PTSD for a moment (I am referring here exclusively to the condition associated with war veterans). It started off as "shell shock ", a brief and strong phrase, very expressive of the impact the condition has on the sufferer. So expressive in fact, that it can metaphorically take us on the actual battle field. A few years later, it became "battle fatigue", a longer, less emotional, less human and more neutral phrase with a relatively low level of intensity. The term that followed was "operational exhaustion", something from which your car might also suffer. Finally it became PTSD, a non emotional expression that borders to, or even is, medical jargon, totally dissociated from the suffering that the condition entails. Who does this emotional dissociation favour? The first answer that comes to mind must surely be: “But of course, the victim”. Let us consider another perspective for a moment and we may realise how being politically correct only appears to protect the "underprivileged" and support their equal treatment in relation to the rest of us. In the case of PTSD, it appears to offer protection from the labelling of an emotional breakdown by the non-understanding members of society. What it actually does is bury the emotion the initial definition carried and therefore the problem that words would carry. Ultimately it does not protect the victim from the condition or from the labelling. We do not call it shell shock anymore, but that does not protect someone with the condition from the emotional pain of living with the memory of what they went through. It also doesn't really protect them from any social labelling of any kind. It only really benefits people with a very particular difference to, or of some advantage, with regards to the actual victims. In this case these are the ones who did not fight, or the ones who ordered the war itself. Political correctness is supposed to benefit the person in front of us, the receiver of it if you may, but ultimately it saves us, the rest, from bearing the victims' emotional pain. The case of war veterans is a very powerful example: Political correctness saves us from the shame. It protects the rest of us on a narcissistic level, from dealing with the fact that we did not fight, or that we did not provide for the veteran adequately as society upon their return. Political correctness may appear as intended to protect the victim, but only works in the favour of everyone else.
Autore: Apostolos Fournaris 30 settembre 2021
Ζούμε σε μία πολύ ενδιαφέρουσα εποχή. «Σκέψου Θετικά», «Μπορείς να καταφέρεις τα πάντα», «Είσαι δυνατός», «Τίποτα δεν μπορεί να σε ρίξει κάτω», και το κορυφαίο όλων: «διώξε τις αρνητικές σκέψεις». Μέσα κοινωνικής δικτύωσης γεμάτα με χαμογελαστά πρόσωπα, ακριβά αυτοκίνητα, γυμνασμένα σώματα, μαγευτικά τοπία και συνεχείς προτροπές που μας καλούν να απομακρύνουμε οτιδήποτε το αρνητικό από την ζωή μας. Η αλήθεια είναι πως κάτι τέτοιο δεν είναι μόνο μη ρεαλιστικό, αλλά και εν δυνάμει επικίνδυνο. Θα μπορούσαμε να πούμε πώς αποτελεί μία πολύ καλή συνταγή αν ο στόχος μας είναι να μην μάθουμε ποτέ πραγματικά τον εαυτό μας. Μία τέτοια προσέγγιση υπονοεί πως η ύπαρξη και μόνο του αρνητικού αποτελεί ένα σφάλμα που θα πρέπει να αποφύγουμε. Πώς έχουν άραγε τα πράγματα για κάποιον που υποφέρει από κατάθλιψη, κάποια διαταραχή του άγχους, ή για όλους εμάς που ενίοτε βιώνουμε έντονα αρνητικά συναισθήματα; Η πραγματικότητα των συναισθημάτων είναι πολύ διαφορετική. Θυμός, θλίψη, άγχος, ζήλια και φθόνος είναι μόνο κάποια από τα συναισθήματα που μπορεί να βιώσουμε και τα οποία δεν είναι κάτι άλλο από σημάδια αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα. Κατάλοιπο των πρωταρχικών μας εμπειριών διαχείρισης των ψυχικών τραυμάτων των πρώτων μας χρόνων ζωής. Σημάδι, όμως, είναι και η αδυναμία μας να «μείνουμε» με αυτά τα συναισθήματα. Σημάδι πως δεν έχουμε εκπαιδευτεί στο να τα αντέχουμε και φυσικά, όπως και με κάθε άλλη δεξιότητα, πως μπορούμε να την αποκτήσουμε με την κατάλληλη καθοδήγηση. Κανένας ασθενής δεν έρχεται στο γραφείο του θεραπευτή επειδή αισθάνεται πάντα χαρούμενος ή επειδή θέλει να απαλλαγεί από το να αγαπάει όλον τον κόσμο. Αντιθέτως έρχεται επειδή δεν αντέχει να βιώνει συναισθήματα όπως το μίσος, τον θυμό, το άγχος ή την λύπη. Το να πούμε σε έναν καταθλιπτικό ασθενή «σκέψου θετικά» μπορεί να κάνει περισσότερο κακό από καλό. Είναι συμβουλή που μπορεί να επιφέρει το αίσθημα πως κάνει κάποιο λάθος με το να αδυνατεί να πιστέψει στον εαυτό του ή να αισθανθεί χαρά. Συζητώντας πρόσφατα με έναν ασθενή νεαρής ηλικίας που υποφέρει από διπολική διαταραχή, τον άκουσα με λύπη να λέει πως τις τελευταίες μέρες δεν αισθανόταν φυσιολογικά. Αναρωτήθηκα τι ακριβώς εννοούσε με αυτόν τον χαρακτηρισμό και άκουσα, όχι για πρώτη φορά είναι η αλήθεια, να μου απαντά πως δεν είχε πολύ όρεξη να σηκωθεί από το κρεβάτι, δεν είχε πολλή ενέργεια και πως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί όπως «θα έπρεπε». Περάσαμε σχεδόν όλο το υπόλοιπο του χρόνου μας εξερευνώντας αυτήν την αντίληψη πως το θετικό είναι φυσιολογικό ενώ το αρνητικό όχι. Στην πραγματικότητα ο ασθενής αυτός είχε κάνει αρκετά πράγματα εκείνες τις ημέρες και δεν βίωνε κάποιο επεισόδιο. Προερχόμενος όμως από μία αρκετά δραστήρια προηγούμενη περίοδο συναισθηματικής υπερδιέγερσης αδυνατούσε να διαχειριστεί διαφορετικά το ότι το συναίσθημα και η ενέργεια του είχαν υποχωρήσει σε χαμηλότερα επίπεδα. Ήταν πεπεισμένος πως η υπερδιέγερση ήταν το φυσιολογικό, ενώ οποιαδήποτε άλλη ψυχική κατάσταση, ακόμα και αν δεν ήταν κατάθλιψη, την βίωνε ως αρνητική και άρα μη φυσιολογική. Όσον αφορά στην κατάθλιψη, προσπαθώ πάντα να υποστηρίξω τους ασθενείς που πάσχουν από αυτήν με τέτοιον τρόπο ώστε να κατανοήσουν ότι δεν υπάρχει τίποτα το μη φυσιολογικό στο να αισθάνονται τα λεγόμενα «αρνητικά» συναισθήματα, μία αντίληψη αρκετά συχνή. Η αλήθεια είναι πως ιδιαίτερα οι ασθενείς με κατάθλιψη είναι πολύ περισσότερο συντονισμένοι στην πραγματική, ή ακόμα και φυσιολογική αν προτιμάτε, εμπειρία της ανθρώπινης ύπαρξης. Βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε έναν κύκλο αρνητικών συναισθημάτων από τον οποίο αδυνατούν να απεμπλακούν χωρίς αυτό να σημαίνει πως αυτά τα συναισθήματα δεν είναι φυσιολογικά. Αυτήν την αντίληψη του μη φυσιολογικού, δυστυχώς, την μοιράζονται ακόμα και με ανθρώπους που μπορεί να μην πάσχουν από κατάθλιψη, αλλά απλά να βιώνουν έντονα κάτι το αρνητικό. Στην πραγματικότητα το να αρνούμαστε χώρο σε ένα τόσο αληθινό κομμάτι του εαυτού μας εγκυμονεί τον κίνδυνο να χάσουμε την επαφή όχι μόνο με την εξωτερική πραγματικότητα, αλλά και με ποιοί είμαστε εσωτερικά. Το να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να βιώσει λύπη, φθόνο ή ζήλια χωρίς να προσπαθήσουμε να τα αποφύγουμε, δεν είναι μόνο ένδειξη συναισθηματικής ωριμότητας αλλά θα ανοίξει και τον δρόμο στην δυνατότητα λειτουργικής διαχείρισης τους. Με την βοήθεια ενός κατάλληλα εκπαιδευμένου ψυχοθεραπευτή, που δεν είναι κάτι άλλο από ένας πεπαιδευμένος «άρρωστος», θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε τέτοιου είδους συναισθήματα και άρα να μειώσουμε τον φόβο προς αυτά με όποιες τάσεις αυτό συνεπάγεται. Θα καταφέρουμε έτσι ίσως να έρθουμε επιτυχώς αντιμέτωποι με τον ψυχικό πόνο, που αν και μας είναι δύσκολο να αντέξουμε, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής μας. Άλλωστε δεν υπάρχει φως χωρίς σκοτάδι, αγάπη χωρίς μίσος ή χαρά χωρίς λύπη. Αν δεν επιτρέψουμε στον εαυτό μας να βιώσει όλο το φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων δεν μπορούμε να έχουμε σημείο αναφοράς και σύγκρισης. Αν γυρίσουμε την πλάτη σε κάποια συναισθήματα εκφράζοντας εικονική θετικότητα, στην ουσία αυτό που κάνουμε είναι να αρνούμαστε την μισή μας ύπαρξη και άρα αυτό που πραγματικά είμαστε. Ουσιαστικά αν δεν βρούμε έναν τρόπο να τιμήσουμε τα αρνητικά συναισθήματα, αυτά θα συνεχίζουν να μας ταλαιπωρούν και εμείς δεν θα καταφέρουμε ποτέ να φτάσουμε στο «γνώθι σ’ αυτόν», καταδικάζοντας μας σε μια ζωή με μια ισορροπία τόσο εικονική όσο και η εικονική θετικότητα που κατακλύζει τα μέσα μαζικής δικτύωσης στις μέρες μας.

Parliamo

Il primo passo nella terapia è parlare. Troviamo un momento in cui possiamo incontrarci e parlare di ciò che hai in mente.
Prenota una consulenza
Share by: